[Seite 702] sägen (?).
πρῑονίζω: ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος κόπτω, Γλωσσ.
ΝΑ πριόνιονκόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).