πριονίζω

German (Pape)

[Seite 702] sägen (?).

Greek (Liddell-Scott)

πρῑονίζω: ὡς καὶ νῦν, διὰ πρίονος κόπτω, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ΝΑ πριόνιον
κόβω με πριόνι («τα σαράκια να πριονίζουν... τα κατακλείδια», Βαλαωρ.).