προέργου

English (LSJ)

v. προύργου.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προέργου zie προὔργου.

Russian (Dvoretsky)

προέργου: adv. v.l. = προὔργου.

Greek (Liddell-Scott)

προέργου: ἴδε προὔργου.

Greek Monolingual

Α
βλ. προὔργου.

Greek Monotonic

προέργου: βλ. προύργου.