[Seite 725] zur Aussteuer od. Mitgift gehörig, Sp.
προίκειος: -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς προῖκα, προικῷος, τὰ προίκεια, τὰ προικῷα δῶρα, Ἐκκλ.
-ον, Α προίξ, -κός]ο σχετικός με την προίκα, προικώος.