προακμάζω

English (LSJ)

A ripen before the time, be premature, Hsch. s.v. πρόδρομα; arrive at puberty too early, Ruf. ap. Orib.inc.2.8.
II to be at the age just before one's prime, Hp.Coac.625.

German (Pape)

[Seite 706] vorher od. vor der Zeit reisen; in den Jahren vor der Reise sein; Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προακμάζω: ὡριμάζω προτήτερα, «προακμάζοντα σῦκα» (Ἡσύχ. ἐν λ. πρόδρομα), τὰ πρώϊα, κοινῶς «πρώϊμα». ΙΙ. εἶμαι ἐν τῇ πρὸ τῆς ἀκμῆς ἡλικίᾳ, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 221.

Greek Monolingual

Α
1. ωριμάζω πρωτύτερα
2. φτάνω πρώιμα στην ακμή της ηλικίας μου
3. βρίσκομαι στην ηλικία πριν από την ακμή μου.