ὡριμάζω

From LSJ

Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht

Menander, Monostichoi, 179
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὡρῐμάζω Medium diacritics: ὡριμάζω Low diacritics: ωριμάζω Capitals: ΩΡΙΜΑΖΩ
Transliteration A: hōrimázō Transliteration B: hōrimazō Transliteration C: orimazo Beta Code: w(rima/zw

English (LSJ)

(ὥριμος) Glossaria on ὑποπερκάζω, Sch.Od.7.126.

German (Pape)

[Seite 1414] reisen, Schol. Od. 2, 126.

Greek Monolingual

ὡριμάζω, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γουρμάζω Ν ὥριμος
(για καρπούς) γίνομαι ώριμος, μεστώνω
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσ.) α) φτάνω στην ακμή της ηλικίας μου και, συνεκδ., ενηλικιώνομαι
β) αποκτώ την ικανότητα να κρίνω και να αποφασίζω με σοβαρότητα και υπευθυνότητα
γ) (για αποστήματα) φτάνω στο σημείο να διαρραγώ και να πυορρήσω.

Greek (Liddell-Scott)

ὡρῐμάζω: μέλλ. -άσω, (ὥριμος) γίνομαι ὥριμος, Σχόλ. εἰς Ὀδ. Β. 126.