προαλίσκομαι

English (LSJ)

Pass.,
A to be taken or captured beforehand, J.BJ5.9.3; ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης Plu.2.17d, etc.
II to be convicted beforehand, D.22.7.

German (Pape)

[Seite 706] (s. ἁλίσκομαι), vorher gefangen werden, προηλωκότες Plut. Cat. min. 17; vorher verurtheilt werden, εἴ τις ἐκείνων προήλω, Dem. 22, 7. – S. auch προσαλίσκομαι.

French (Bailly abrégé)

f. προαλώσομαι, ao.2 προεάλων > προήλων, etc.
être pris auparavant.
Étymologie: πρό, ἁλίσκομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-αλίσκομαι van tevoren gevangengenomen worden. Plut. Ant. 29.5. van tevoren schuldig bevonden worden. Plut. CMi 17.7.

Russian (Dvoretsky)

προᾰλίσκομαι: (fut. προᾰλώσομαι, aor. 2 προεάλων - стяж. προήλων)
1 быть заранее (предварительно) схваченным: προηλωκότες ἀπήγοντο πρὸς τοὺς δικαστάς Plut. будучи схвачены, они были отведены к судьям;
2 быть предварительно осужденным Dem.

Greek Monolingual

Α
1. συλλαμβάνομαι ή κυριεύομαι εκ τών προτέρων
2. μτφ. προκαταλαμβάνομαι
3. καταδικάζομαι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἁλίσκομαι «κυριεύομαι, καταδικάζομαι»].

Greek Monotonic

προᾰλίσκομαι: Παθ. μέλ. -ᾰλώσομαι, αόρ. βʹ -εάλων ή -ήλων, παρακ. -εάλωκα ή -ήλωκα· κυριεύομαι εκ των προτέρων, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

προᾰλίσκομαι: παθ., μέλλ. -ᾰλώσομαι· ἀόρ. β΄ -εάλων ἢ -ήλων· πρκμ. -ιάλωκα ἢ -ήλωκα· ― λαμβάνομαι ἢ κυριεύομαι πρότερον, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 5. 9, 3, Πλούτ. 2. 17D, κτλ. ΙΙ. καταδικάζομαι πρότερον, Δημ. 595. 17.

Middle Liddell

fut. -ᾰλώσομαι aor2 -εάλων aor2 -ήλων perf. -εάλωκα perf -ήλωκα
Pass: to be convicted beforehand, Dem.