προσαλίσκομαι

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσᾰλίσκομαι Medium diacritics: προσαλίσκομαι Low diacritics: προσαλίσκομαι Capitals: ΠΡΟΣΑΛΙΣΚΟΜΑΙ
Transliteration A: prosalískomai Transliteration B: prosaliskomai Transliteration C: prosaliskomai Beta Code: prosali/skomai

English (LSJ)

to be cast in a lawsuit besides, Ar.Ach.701.

German (Pape)

[Seite 748] (s. ἁλίσκομαι), noch dazu gefangen od. verurtheilt werden; Ar. Ach. 667; προσεαλωκότες ὑπὸ δόξης καὶ ἀπάτης, Plut. de aud. poet. 2 p. 67, wo v.l. προεαλωκότες.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-αλίσκομαι ook nog gevangen genomen worden, ook nog verslagen worden. Aristoph. Ach. 700 (tekst onzeker).

Russian (Dvoretsky)

προσᾰλίσκομαι: v.l. πρὸς ἁλίσκομαι быть (при этом) пойманным, схваченным Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

προσᾰλίσκομαι: καταδικάζομαι προσέτι, νῦν δ’ ὑπ’ ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κᾆτα προσαλισκόμεθα, «καὶ πρὸς τούτοις καταδικαζόμεθα καὶ ζημιούμεθα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Ἀχ. 701 (ἀλλ’ ὁ Elmsl. ὀρθῶς διώρθωσε πρὸς ἁλ-).

Greek Monolingual

Α
καταδικάζομαι επί πλέον σε δίκη («νῦν δ' ὑπ' ἀνδρῶν πονηρῶν σφόδρα διωκόμεθα, κἆτα προσαλισκόμεθα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ἁλίσκομαι (ως αττ. δικαν. όρος) «κηρύσσομαι ένοχος, καταδικάζομαι»].