-έω, Α ἀνθῶ1. ανθίζω πριν από την εποχή μου («φαίνεται δὲ οὐδ' ἡ μηλέα προανθεῖν δι' ἰσχύν», Θεόφρ.)2. ανθίζω πριν από την εμφάνιση τών φύλλων.