ανθίζω
From LSJ
Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος ἰσχυρός, Ἅγιος ἀθάνατος, ἐλέησον ἡμᾶς → holy God, holy Mighty, holy Immortal, have mercy on us
Greek Monolingual
(AM ἀνθίζω)
νεοελλ.
1. (για φυτά) βγάζω άνθη, ανθοφορώ, είμαι γεμάτος λουλούδια
2. είμαι στην άνθησή μου, ακμάζω
3. ανθίζουμαι
μυρίζομαι κάτι, υποπτεύομαι, διαισθάνομαι, καταλαβαίνω
αρχ.
1. σκορπίζω άνθη, στολίζω με άνθη
2. καλλωπίζω διακοσμώ
3. μέσ. συλλέγω, μαζεύω λουλούδια
4. βάφω, χρωματίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθος.
ΣΥΝΘ. απανθίζω, διανθίζω, εξανθίζω, επανθίζω
αρχ.
διεξανθίζω
νεοελλ.
ξανανθίζω].