προαπόκειμαι

English (LSJ)

Pass., to be stored up before, Sammelb.4425 iv 8 (ii A.D.), prob. in Aristid.Or.50(26).49.

German (Pape)

[Seite 708] (s. κεῖμαι), vorher niedergelegt sein, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προαπόκειμαι: ἀπόκειμαι, εἶμαι ἀποθηκευμένος ἀπὸ πρίν, Βασίλ. Μ. τ. 3, σ. 205, Συνέσ. σ. 257Α, κλπ.

Greek Monolingual

ΜΑ
είμαι αποθηκευμένος εκ τών προτέρων
αρχ.
υπάρχω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἀπόκειμαι «είμαι τοποθετημένος σε ασφαλές μέρος»].