προβάδισμα

Greek Monolingual

το, Ν προβαδίζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβαδίζω, το να προηγείται κάποιος
2. το δικαίωμα που έχει κάποιος λόγω του αξιώματος του να πηγαίνει μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.