το, Ν προβαδίζω1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του προβαδίζω, το να προηγείται κάποιος2. το δικαίωμα που έχει κάποιος λόγω του αξιώματος του να πηγαίνει μπροστά από τους άλλους σε επίσημες τελετές.