Ν1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει»)2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)].