προβάρω

Greek Monolingual

Ν
1. κάνω πρόβα, δοκιμάζω («πρόβαρα το πανταλόνι να δω αν μού κάνει»)
2. ναυτ. πλευρίζω σε προκυμαία ή σε άλλο πλοίο, παραβάλλω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. provare (βλ. λ. πρόβα)].