πλευρίζω

From LSJ

Ὡς πάντα τιμῆς ἐστι πλὴν τρόπου κακοῦ → Ut cuncta nunc sunt cara, nisi mores mali → Charakterlosigkeit allein bleibt ohne Ehr

Menander, Monostichoi, 559

Greek Monolingual

Ν πλευρό
1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό της προκυμαίας ή άλλου πλοίου
2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω.