πλευρίζω
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Ν πλευρό
1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό της προκυμαίας ή άλλου πλοίου
2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω.