πλευρίζω

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

Ν πλευρό
1. (για πλοίο) δένω, αράζω στο πλευρό της προκυμαίας ή άλλου πλοίου
2. πλησιάζω κάποιον για να επιτύχω προσωπικό κέρδος, διπλαρώνω.