προβατευτοῦ, ὁ, grazier, Poll.7.184.
[Seite 710] ὁ, der Vieh, besonders der Schafe hält, Poll. 7, 184.
προβᾰτευτής: -οῦ, ὁ, (προβατεύω) ποιμὴν προβάτων, Πολυδ. Ζ΄ 184.
ὁ, Α προβατεύωβοσκός προβάτων, προβατάρης.