προβατάρης

From LSJ

ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶςlike the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ισσα, Ν
ποιμένας, ιδίως προβάτων, βοσκός, τσοπάνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατο + κατάλ. -άρης (πρβλ. γελαδάρης)].