προβατοκομία
Greek Monolingual
η, Ν
εκτροφή προβάτων, προβατοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβατοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].
η, Ν
εκτροφή προβάτων, προβατοτροφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβατοκόμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο].