προβατοτροφία
From LSJ
Ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
Ion. προβατοτροφίη, ἡ, keeping of sheep, prob. in Supp.Epigr.2.579.8 (Teos, iv B.C.).
Greek Monolingual
η, ΝΑ, προβατοτρόφος
ιων. τ. προβατοτροφίη Α
εκτροφή προβάτων
νεοελλ.
(ιδίως) η εκτροφή προβάτων με σκοπό την αναπαραγωγή, προβατοκομία.