προβατοκόμος

From LSJ

Καὶ μὴν ὑπεραποθνῄσκειν γε μόνοι ἐθέλουσιν οἱ ἐρῶντες, οὐ μόνον ὅτι ἄνδρες, ἀλλὰ καὶ αἱ γυναῖκες. → After all, it is only those in love who are actually willing to die for another — not just men, but women as well. (Plato, Symposium 179b)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβᾰτοκόμος Medium diacritics: προβατοκόμος Low diacritics: προβατοκόμος Capitals: ΠΡΟΒΑΤΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: probatokómos Transliteration B: probatokomos Transliteration C: provatokomos Beta Code: probatoko/mos

English (LSJ)

ὁ, one who tends sheep, Anon. in Rh.3.607 W.

Greek (Liddell-Scott)

προβᾰτοκόμος: ὁ, ὁ ἔχων τὴν φροντίδα προβάτων, ποιμὴν προβάτων, Ρήτορες (Walz) 3. 607.

Greek Monolingual

ο, ΝΑ
προβατοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφοκόμος].