προγαμέω
English (LSJ)
A live with a woman before marriage, Str.6.1.8:—Pass., of a woman, to be married before, τινι App.Syr.68.
II marry first or before, Ph.2.304, Plu.Alex.70.
2 live in wedlock before or already, BGU183.6 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 713] (s. γαμέω), vorher heirathen, beschlafen; Strab. 6, 1, 8; Schol. Od. 11, 325.
Russian (Dvoretsky)
προγᾰμέω: раньше жениться: προγεγαμηκώς Plut. уже раньше вступивший в брак.
Greek (Liddell-Scott)
προγᾰμέω: συγκοιμῶμαι πρὸ τοῦ γάμου μετὰ τῆς νύμφης, προεγάμει… παρεισιών εἰς τὸ δωμάτιον τὰς νυμφοστοληθείσας, περὶ Διονυσ. τοῦ τυράννου Συρακουσ., Στράβ. 259. ― Παθ. ἐπὶ γυναικός, ὑπανδρεύομαι πρότερον, τινὶ Ἀππ. Συρ. 68.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-γαμέω eerder trouwen.