προεκρήγνυμαι
English (LSJ)
Pass., break out suddenly or prematurely, χειμῶνες π. Hp.Epid.1.4; also of diseases, Id.Hum.13, Gal.9.916.
Greek (Liddell-Scott)
προεκρήγνῠμαι: Παθητ., ἐκρήγνυμαι αἰφνιδίως, μάλιστα ἐπὶ νόσων, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Αϳ, 942, πρβλ. 50. 51.
Greek Monolingual
Α
1. εκρήγνυμαι, ξεσπάω πρόωρα («χειμῶνες οὐ κατὰ καιρὸν, ἀλλ' ἐξαίφνης... προεκρηγνύμενοι», Ιπποκρ.)
2. (για νόσο) εμφανίζομαι ξαφνικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐκρήγνυμαι «σπάζω, ξεσπώ»].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προ-εκρήγνυμαι plotseling of voortijdig uitbreken (o.a. van ziekten).