προεπιγιγνώσκω

English (LSJ)

recognize before or observe before, S.E.P.3.22: —Pass., ib.2.119,210.

German (Pape)

[Seite 721] (s. γιγνώσκω), vorher kennen lernen, Sp.; προεπιγνωσθέν, προεπεγνωσμένον, S. Emp. pyrrh. 2, 119. 210.

Russian (Dvoretsky)

προεπιγιγνώσκω: заранее узнавать: ἵνα ἐννοήσωμεν τὸ αἴτιον, δεῖ προεπιγνῶναι τὸ ἀποτέλεσμα Sext. чтобы представить себе причину, нужно раньше познать следствие.

Greek (Liddell-Scott)

προεπιγιγνώσκω: ἐπιγιγνώσκω, ἀναγνωρίζω πρότερον Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 2. 119, 210., 3. 22.

Greek Monolingual

Α ἐπιγιγνώσκω
γνωρίζω κάτι εκ τών προτέρων.