προικός

English (LSJ)

πονηρός, οἱ δὲ μωρός, Hsch. (leg. πρόκος or πρόκοος); = πτωχός, Id. (leg. προΐκτης).

German (Pape)

[Seite 725] adv., s. προΐξ, wozu es genit. ist. – Als adj. nimmt es Hesych., προικός· πονηρός. οἱ δὲ μωρός. πτωχός.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) α) «πονηρός, οἱ δὲ μωρός»
β) «πτωχός».
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. προίκα].