προκαταβάπτω

English (LSJ)

dip, plunge first, Olymp. Alch.p.94B.:—Pass., Paul.Aeg.3.70.

Greek Monolingual

ΜΑ
εμβαπτίζω εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταβάπτω «βυθίζω, εμβαπτίζω, μουσκεύω»].