προκαταχέω

English (LSJ)

pour upon first, f.l. for προσκαταχέω in Gal.13.598 (cf. Paul.Aeg.4.54).

Greek Monolingual

Α
χύνω πάνω σε κάτι εκ τών προτέρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + καταχέω «χύνω από πάνω»].