προσκαταχέω

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσκαταχέω Medium diacritics: προσκαταχέω Low diacritics: προσκαταχέω Capitals: ΠΡΟΣΚΑΤΑΧΕΩ
Transliteration A: proskatachéō Transliteration B: proskatacheō Transliteration C: proskatacheo Beta Code: proskataxe/w

English (LSJ)

pour out still more, Hp.Acut.65 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 768] (s. χέω), nach dazugießen, zugießen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

προσκαταχέω: μέλλ. -χεῶ, καταχέω ἔτι μᾶλλον, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 395.

Greek Monolingual

Α
καταχέω ή επιχέω επιπροσθέτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + καταχέω «χύνω κάτι από πάνω, επιχέω»].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-καταχέω nog meer uitgieten.