προλύω

English (LSJ)

undo, refute before, Ulp.ad D.20.18.

Greek (Liddell-Scott)

προλύω: λύω ἢ ἀναιρῶ πρότερον, Σχόλ. εἰς Δήμ. 14. 22.

Greek Monolingual

Α
αναιρώ, ματαιώνω, ανατρέπω κάτι προηγουμένως.