ανατρέπω
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται -> For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2Greek Monolingual
(AM ἀνατρέπω)
1. αναστρέφω, αναποδογυρίζω
2. καταργώ, καταλύω, καθαιρώ, γκρεμίζω
3. ανασκευάζω, αναιρώ λόγους ή επιχειρήματα
νεοελλ.
ματαιώνω, ακυρώνω
αρχ.
Ι. ενεργ.
1. κάνω κάποιον να πέσει ύπτιος, ξαπλώνω
2. καταστρέφω, αφανίζω
3. εξεγείρω, διεγείρω
II. (μέσ. -ομαι) λυπούμαι, ταράζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα- + τρέπω.
ΠΑΡ. ανατρεπτικός, ανατροπέας (-εύς), ανατροπή
νεοελλ.
ανατρέψιμος].
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο