προμελέτη

Greek Monolingual

η, Ν
1. προκαταρκτική μελέτη, προσχέδιο («έγινε η προμελέτη για την κατασκευή της γέφυρας»)
2. εσκεμμένη προσχεδίαση ιδίως αξιόποινης πράξης («φόνος εκ προμελέτης»).
[ΕΤΥΜΟΛ. προ- + μελέτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1814 στον Ν. Δούκα].