προμηθευτικός

English (LSJ)

προμηθευτική, προμηθευτικόν, using forethought, Eust.797.39. Adv. προμηθευτικῶς Id.1375.60.

German (Pape)

[Seite 734] ή, όν, der Vorsorge, Vorsicht od. Klugheit anzuwenden pflegt, Eust. 714, 27.

Greek (Liddell-Scott)

προμηθευτικός: -ή, -όν, ὁ χρώμενος προμηθείᾳ, ἐκ τῶν προτέρων σκεπτόμενος, Εὐστ. 797. 39. ― Ἐπίρρ. -κῶς, ὁ αὐτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προμηθευτικός, -ή, -όν, ΝΜ προμηθεύω
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προμηθευτή ή στην προμήθεια
2. αυτός που αναλαμβάνει προμήθειες («προμηθευτικό γραφείο)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τα προμηθευτικά
αμοιβή ή κέρδος προμηθευτή
4. φρ. «προμηθευτικός συνεταιρισμός» — συνεταιρισμός από τον οποίο τα μέλη του προμηθεύονται τα αναγκαία αγαθά σε τιμή κόστους
μσν.
αυτός που προβλέπει, που προνοεί.
επίρρ...
προμηθευτικῶς Μ
κατά τρόπο προνοητικό.