προμηθεύω
From LSJ
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
Τί γὰρ γένοιτ᾽ ἂν ἕλκος μεῖζον ἢ φίλος κακός; → What wound is greater than a false friend?
ΝΜΑ προμηθής
νεοελλ.
παρέχω, χορηγώ, εφοδιάζω
2. (το μέσ.) προμηθεύομαι
προσπορίζομαι, εφοδιάζομαι με τα αναγκαία («κάθε Σάββατο προμηθεύομαι τρόφιμα για όλη την εβδομάδα»)
μσν.-αρχ.
(μόνο το μέσ.) φροντίζω εκ τών προτέρων, προνοώ για κάτι.