προμηνυτής

English (LSJ)

προμηνυτοῦ, ὁ, one who gives information in advance, Vett.Val.173.19.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προμηνύτρια, Α προμηνύω
1. (το αρσ.) αυτός που παρέχει πληροφορίες προκαταβολικά
2. το θηλ. α) αυτή που προαναγγέλλει κάτι
β) η προδότρια.