προμηνύω

From LSJ

ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ → it chanced to be on the first of the month, that day fell on the first of the month

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προμηνύω Medium diacritics: προμηνύω Low diacritics: προμηνύω Capitals: ΠΡΟΜΗΝΥΩ
Transliteration A: promēnýō Transliteration B: promēnyō Transliteration C: prominyo Beta Code: promhnu/w

English (LSJ)

denounce beforehand, τινί τι S.Ant.84, cf. Luc. Merc.Cond.3; ἐπιβουλήν Chor.p.97 B.; indicate before, predict, τι LXX Wi.18.19, Plu.Lys.29, Alex.Aphr.Pr.Praef., Ach.Tat.6.5; τί τινι Plu.Comp.Cim.Luc.3.

German (Pape)

[Seite 734] vorher anzeigen; Soph. Ant. 84, u. in späterer Prosa, wie Luc. Merc. cond. 3.

French (Bailly abrégé)

1 indiquer d'avance;
2 dénoncer d'avance.
Étymologie: πρό, μηνύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-μηνύω vooraf aangeven:; χρησμὸν... προμηνύοντα een orakel dat voorzegde Plut. Lys. 29.10; verklappen:. προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενί verklap dat aan niemand Soph. Ant. 84.

Russian (Dvoretsky)

προμηνύω: (ῡ)
1 объявлять, открывать (τί τινι Soph.);
2 предсказывать (τὴν πρὸς Δηλίῳ μάχην Plut.).

Spanish

revelar con antelación

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και προμηνώ, -άω, Ν μηνύω
1. προαναγγέλλω κάτι («ἄλλ' oὖν προμηνύσῃς γε τοῦτο μηδενὶ τοὔργον», Σοφ.)
2. φανερώνω ότι κάτι πρόκειται να συμβεί («οἱ γὰρ ὄνειροι θορυβήσαντες αὐτοὺς τοῦτο προεμήνυσαν», ΠΔ)
νεοελλ.
(το μέσ. και παθ. στο τρίτο πρόσ.) προμηνύεται
α) προβλέπεται, αναμένεται ότι κάτι θα συμβεί («προμηνύεται βροχή»)
β) συνεκδ. (ιδίως για κακό) επικρέμεται, επαπειλείται («προμηνύεται μεγάλη συμφορά)
(μσν-αρχ.) (σχετικά με παγανιστικές προφητείες) προλέγω, προφητεύω
αρχ.
1. αναφέρω, μνημονεύω προηγουμένως («τὸν Χριστόν... προεμηνύσαμεν λόγον ὄντα», Ιουστ.)
2. προειδοποιώ («Παῡλος προμηνυθεὶς ὑπὸ τοῦ Θεοῦ», Ξάνθιππ.).

Greek Monotonic

προμηνύω: μέλ. -ύσω [ῡ], ανακοινώνω εκ των προτέρων, τινί τι, σε Σοφ.· δείχνω εκ των προτέρων, τι, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

προμηνύω: μηνύω ἐκ τῶν προτέρων, τινί τι Σοφ. Ἀντ. 84, πρβλ. Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 3· δεικνύω πρότερον, τι Πλουτ. Λύσανδρ. 29, κτλ.

Middle Liddell

fut. ύσω
to denounce beforehand, τινί τι Soph.: to indicate before, τι Plut.

Léxico de magia

revelar con antelación ref. a una divinidad Ἀβραά, σὺ εἶ ὁ τὰ πάντα προμηνύων Abraá, tú eres el que todo lo revela con antelación P IV 2208