προμνημονεύω

English (LSJ)

mention before, PMasp.32.66 (Pass., vi A.D.), etc.

Greek (Liddell-Scott)

προμνημονεύω: μνημονεύω προηγουμένως, Εὐσ. Ἐκκλ. Ἱστ. 4. 17, ἐν τέλ., Βυζ.

Greek Monolingual

ΝΜ
νεοελλ.
προαναφέρω
(