προαναφέρω
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
A bring up or mention before, v.l. in Sch.E.Ph. 777:—Pass., BGU255.7(vi A.D.).
II Pass., rush up before, τινος Arist.Pr.897a28.
2 rise before, of a star, c. gen., S.E.M.5.15: abs., Ptol.Tetr.128, Vett. Val.264.23.
German (Pape)
[Seite 707] (s. φέρω), vorher anführen, Schol. Eur. Phoen. 784; pass. vorher herauf-, hervorkommen, Arist. probl. 10, 56; Artemidor. 2, 36 g. E.
Greek (Liddell-Scott)
προαναφέρω: ἀναφέρω ἢ μνημονεύω πρότερον, διάφορ. γραφ. ἐν Σχολ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 777· ― ἐν τῷ παθ., ὁρμῶ πρότερον, τινος Ἀριστ. Προβλ. 10. 54. 5· ἀνατέλλω πρότερον, ἐπὶ ἀστέρος, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 5. 15.
Spanish
Greek Monolingual
ΝΜΑ
αναφέρω κάτι εκ τών προτέρων
αρχ.
μέσ. προαναφέρομαι
α) ορμώ μπροστά σε κάποιον
β) (για αστέρα) ανατέλλω πρωτύτερα.
Léxico de magia
ofrecer primeramente a la divinidad ἑτοιμάσας παντοῖα φαγήματα οἶνόν τε Μενδήσιον, προανάφερε εἰς τὸν θεόν prepara todo tipo de alimentos y vino mendesio y ofrécelos primeramente al dios P I 86