Ν1. μεσολαβώ για τη σύναψη συνοικεσίου («του προξενεύει ένα όμορφο κορίτσι»)2. μεσολαβώ για τη σύναψη συμφωνίας, κυρίως για μίσθωση υπηρεσιών («αυτός που μού προξένεψες αποδείχθηκε ανέντιμος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < προξενώ, κατά το παντρ-εύω].