μεσολαβώ

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486

Greek Monolingual

(ΑM μεσολαβῶ, -έω)
βρίσκομαι ανάμεσα σε δύο, διακόπτω, λύνω τη συνέχεια
νεοελλ.
1. παρεμβαίνω μεταξύ προσώπων ή κρατών για την επίλυση διαφοράς ή για την επίτευξη συμφωνίας («μεσολάβησα και τελικά τους συμβίβασα»)
2. κάνω ενέργειες σε κάποιον χάριν ενός προσώπου, μεσιτεύω («μεσολάβησα στον υπουργό και πέτυχα τελικά τον διορισμό ενός φίλου»)
3. τοπ. παρεμβάλλομαι μεταξύ δύο ορίων, βρίσκομαι στο μέσομεταξύ τών δύο χωριών μεσολαβεί ένας ποταμός»)
4. χρον. συμβαίνω μεταξύ δύο χρονικών σημείων ή γεγονότων, παρεμβάλλομαι («από τις εκλογές ώς σήμερα μεσολάβησαν δύο χρόνια»)
νεοελλ.-μσν.
παρεμβαίνω για την ευόδωση μιας προσπάθειας ή ενός σκοπού
μσν.
ακολουθώ, αποτελώ συνέπεια σε κάτι που προηγήθηκε
αρχ.
1. κρατώ με λαβή από τη μέση
2. ιατρ. πιάνω κάτι με το χέρι από τη μέση («μεσολαβῶ κιρσόν», Ορειβ.)
3. παρεμβαίνω και αναγκάζω κάποιον που μιλάει να σταματήσει, διακόπτω
4. μτφ. εμποδίζω, κωλύω
5. αστρολ. (για πλανητικές επήρειες) παρεμπίπτω
6. (το παθ.) μεσολαβοῦμαι
(για επιστολές) πέφτω στα χέρια άλλου, παραπέφτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + -λαβῶ (< -λαβής < θ. λαβ- του λαμβάνω), πρβλ. θεοβλαβής: θεοβλαβώ].