προορώ
Greek Monolingual
προορῶ, -άω, ΝΜΑ ὁρῶ
νεοελλ.
(μόνον στον αόρ.) προείδα
είδα εκ τών προτέρων, έχω προβλέψει
μσν.-αρχ.
1. βλέπω μπροστά, διακρίνω σε απόσταση μπροστά μου («οἱ μὲν διὰ τὴν δυσχωρίαν ἔπιπτον, οἱ δὲ καὶ διὰ τὸ μὴ προορᾱν τὰ ἔμπροσθεν», Ξεν.)
2. βλέπω μακριά στο μέλλον, προβλέπω, προμαντεύω («ἀλλὰ τῶν πραγμάτων προορᾱτε μηδέν», Ξεν.)
3. προνοώ, φροντίζω για κάποιον ή για κάτι («ἐκείνων προορέων ὅκης ἔχωσι...», Ηροδ.)
αρχ.
1. (το απρμφ. ενεστ. ως ουσ.) τὸ προορᾱν
η πρόβλεψη
2. μέσ. προορῶμαι
α) προβλέπω («μὴ προορωμένους τὸν πόλεμον», Δημοσθ.)
β) προνοώ, φροντίζω («καὶ πάνθ' ἃ προσήκει προορώμενοι», Δημοσθ.).