προπείθω

English (LSJ)

in Pass., to be persuaded beforehand, Nausiph.2, Luc. Alex.17.

German (Pape)

[Seite 739] vorher überreden, überzeugen, προπεπεισμένος Luc. Alex. 17.

French (Bailly abrégé)

persuader d'avance ou auparavant.
Étymologie: πρό, πείθω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-πείθω vooraf overtuigen.

Russian (Dvoretsky)

προπείθω: ранее убеждать: προπεπεισμένος Luc. заранее убежденный.

Greek (Liddell-Scott)

προπείθω: καταπείθω πρότερον, Λουκ. Ἀλέξ. 17.

Greek Monolingual

Α
πείθω προηγουμένως.

Greek Monotonic

προπείθω: πείθω εκ των προτέρων, σε Λουκ.

Middle Liddell

to persuade beforehand, Luc.