προπηλακιστικός

English (LSJ)

προπηλακιστική, προπηλακιστικόν, contumelious: Adv. προπηλακιστικῶς D.30.36.

German (Pape)

[Seite 740] ή, όν, beschimpfend; adv. bei Dem. 30, 36, entspricht dem ὑβριστικῶς.

Greek (Liddell-Scott)

προπηλᾰκιστικός: -ή, -όν, ὑβριστικός, περιφρονητικός. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Δημ. 874. 14.

Greek Monolingual

-ή, -ό / προπηλακιστικός, -ή, -όν, ΝΑ προπηλακιστής
(για πρόσ.) αυτός που είναι επιρρεπής σε προπηλακισμούς, που συνηθίζει να προπηλακίζει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον προπηλακιστή, υβριστικός, εξευτελιστικός
2. (για πράγμ.) αυτός που γίνεται ή λέγεται με σκοπό να προσβάλει, να εξευτελίσει, να χλευάσει κάποιον.
επίρρ...
προπηλακιστικώς / προπηλακιστικῶς ΝΑ
με προπηλακιστικό τρόπο.