-ορος, ὁ, = προπώλης, Is. Fr. 168, Gloss.
[Seite 741] ὁ, = προπράτης, Poll. 7, 12 aus Din. u. Isae.
-ορος, ὁ, Α1. προπώλης2. πιθ. πρωταθλητής.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + πράτωρ].
προπράτωρ: ορος ὁ Isae. = προπράτης.