πράτωρ
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
English (LSJ)
-ορος, ὁ, = πρατήρ, IG12(5)872.33 (Tenos, iii B. C.), Milet.3.308 No.140, PCair.Zen.497.3 (iii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
πράτωρ: -ορος, ὁ, = πρατήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 2338. 84, 121. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
πρατήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο φωνήεν και απαθές το δεύτερο, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -τωρ].