προπωλητής

English (LSJ)

προπωλητοῦ, ὁ, = προπώλης (one who buys for another, one who negotiates a sale, broker), PGrenf. 1.36.8 (i BC), PAmh. 2.51.28 (i BC).

German (Pape)

[Seite 742] ὁ, = προπώλης, Inscr. Aeg. Papyr. Böckh p. 5.

Greek (Liddell-Scott)

προπωλητής: προπώλης, Πάπυρ. Leid N. II 12. M. II 6.

Greek Monolingual

ο, θηλ. -ήτρια, ΝΑ προλωλῶ
νεοελλ.
άτομο που προπωλεί προϊόντα από πριν, δηλαδή προτού είναι έτοιμα για παράδοση
αρχ.
μεσίτης, προπώλης.