προσέλευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, approach, Antyll. ap. Orib.6.33.4, Gp.9.4.4, Procl. in Prm.p.655S., Phlp. in GA178.31; ἡ π. τοῦ περιβόλου approach, access to... Judeich Altertümer von Hierapolis No. 336.16.
German (Pape)
[Seite 758] ἡ, das Hinzugehen, -kommen, Beitreten, Ankunft, Luc. Prom. 6.
Greek (Liddell-Scott)
προσέλευσις: ἡ, πρόσοδος, πλησίασις, Γεωπ. 9. 4, 4· ἡ πρ. τοῦ περιβόλου, ἡ εἴσοδος τοῦ..., Συλλ. Ἐπιγρ. 3916. 16.