πρόσοδος
Τὰς γὰρ ἡδονὰς ὅταν προδῶσιν ἄνδρες, οὐ τίθημ' ἐγὼ ζῆν τοῦτον, ἀλλ' ἔμψυχον ἡγοῦμαι νεκρόν → But when people lose their pleasures, I do not consider this life – rather, it is just a corpse with a soul
English (LSJ)
Dor. πόθοδος SIG1009.27 (Chalcedon, iii/ii B.C.), etc.; Arc. πόσοδος IG5(2).6.9 (Tegea, iv B.C.): ἡ:—
A going to or coming to, approach, Pi.N.6.45, Th.4.110; ἡ πρόσοδος μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο the approach was most feasible on this part, Hdt.9.21; ἀπείπατο τὴν πρόσοδον rejected his advances, Id.1.205; στυγναὶ πρόσοδοι μελάθρων to the halls, E. Alc.861 (anap.); πρόσοδοι χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον X.An.5.2.3; ἐτάμομες κοινὰν πόθοδον . . πὸτ τὰν οἰκίαν Tab.Heracl.2.43.
2 onset, πρόσοδον ποιέεσθαι Hdt.7.223, 9.101; πρόσοδοι τῆς μάχης onsets or attacks, Id.7.212; αἱ πρόσοδοι αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους X.Cyn.12.3.
3 solemn procession to a temple with singing and music, πρόσοδοι μακάρων ἱερώταται Ar.Nu.307 (lyr.), cf. Pax 397 (lyr.); θυσίαι καὶ πρόσοδοι καὶ εὐχαί Lys.6.33; ἐπιτελέων τᾶν εὐχᾶν γενομενᾶν θυσίαν καὶ πόθοδον ποιήσασθαι SIG581.6 (Crete, iii/ii B.C.); οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους magistrates in charge of the (commissariat of the) processions, ib.711B21 (Delph., ii B.C.), cf. IG22.1707 (iii B.C.); θεοῖς προσόδους τε καὶ πομπὰς ποιεῖσθαι Pl.Lg.796c; αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς πρόσοδοι X.An.6.1.11, cf. D.18.86.
4 approach to an assembly or council, πρόσοδον εἶναι αὐτῷ πρός τε τοὺς πρυτάνεις κτλ… πρώτῳ μετὰ τὰ ἱερὰ ὅταν τι δέηται IG12.59.17; γράψασθαι πρόσοδον πρὸς τὴν βουλήν to petition for a hearing, D.24.48; πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.1.81, cf. IG22.1012.12, 9(1).694.39 (Corcyra), 12(5).837.20 (Tenos); αἱ πρὸς τὴν βουλὴν αὐτῶν πρόσοδοι Aeschin.2.59; περὶ σωτηρίαν τὴν πρόσοδον ἐποιησάμην Isoc.7.1; approach to an official, PTeb.326.11 (iii A.D.); πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ Mitteis Chr.96 iii 4 (iv A.D.); τὴν πρόσοδον πρὸς ὑμᾶς ποιοῦμεν BGU1022.18 (ii A.D.); οἱ στραταγοὶ πόσοδον ποέντω shall grant access (to the Three Hundred), IG5(2) l.c. (unless in signf. ΙΙ, shall provide revenue), cf. IG12.70.15.
5 sexual intercourse, Hp.Epid.6.3.14 (pl.), Aret.SA2.12 (pl.).
6 visit of a pupil to his master, Plu.2.1044a.
7 f.l. for πρόοδος in Ph.Fr.22H.
II income, rent, opp. stock or principal, πρόσοδον μὲν οὐδεμίαν ἀποφαίνων, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων ἀναλίσκων Lys.32.28, cf. 24.6, SIG251 iii 29 (Delph., iv B.C.); τοῦ ἐργαστηρίου λαβὼν τὴν πρόσοδον D.27.18, cf. 21: pl., ἰδίας ἀπὸ τῶν κοινῶν προσόδων κατεσκευάσατο And.4.11, cf. Aeschin.3.173: generally, returns, profits, Pl.Lg.847a.
2 public revenue, φόρων πρόσοδος ἡ ἐπέτειος Hdt.3.89; ἡ πρόσοδος ἐγίνετο ἔκ τε τῆς ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῶν μετάλλων Id.6.46; χρημάτων πρόσοδος Th.2.97, 3.13: mostly in plural, returns, revenue, ἀπὸ τούτου [τοῦ κλήρου] τὰς προσόδους ποιήσασθαι Hdt.2.109; τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ that they might come in better, Th.1.4; τὰς προσόδους ἀφαιρήσομεν ib.81; αἱ πρόσοδοι ἀπώλλυντο Id.7.28; αἱ πρόσοδοι αἱ ἐξ Ἀμφιπόλεως γιγνόμεναι Isoc.5.5; χρημάτων πρόσοδοι ἐκ πολλῶν μὲν λιμένων ἐκ πολλῶν δ' ἐμπορίων X.HG5.2.16; ὑποθεῖναί τινι τὰς δημοσίας προσόδους mortgage them, Aeschin.3.104; πόροι ἢ περὶ προσόδων, title of work by X.; ὁ πράκτωρ ὁ ἐπὶ τῶν βασιλικῶν προσόδων τεταγμένος PPetr.3p.56 (iii B.C.); ἡ ἐν προσόδῳ τῶν τέκνων τοῦ βασιλέως [γῆ] land providing revenue for the king's children, ib.p.237 (iii B.C.); ἐν προσόδῳ PTeb.87.1 (ii B.C.); κεχωρισμένη πρόσοδος ib.60.56, al. (ii B.C.); τῶν ὄντων ἐν τῇ τῆς Ἁθερνεβενταίγεως προσόδῳ ἀρουρῶν PGiss.37 ii 3, cf. 14 (ii B.C.); ὡς αἱ πρόσοδοι according to the financial calendar, PEnteux.30.2, al. (iii B.C.), PPetr.3p.8, al. (iii B.C.).
German (Pape)
[Seite 773] ἡ, 1) der Zugang, Zuweg, Pind. N. 6, 47; χαλεπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, Xen. An. 5, 2, 3; ᾗ ἡ πρ. εὐπετεστάτη, Cyr. 5, 2, 3; πρὸς τὴν βουλήν, Erlaubniß in den Senat zu kommen, Dem. 24, 48, wie αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ., Aesch. 2, 58; – das Hinzugehen selbst, πρόσοδον ποιεῖσθαι, hinzugehen, auch anrücken in kriegerischem Sinne, Her. 1, 205. 7, 223. 9, 101; πρόσοδοι τῆς μάχης, Angriffe, 7, 212; Folgde. – Auch das Auftreten des Redners in der Volksversammlung, τὴν πρόσοδον ἐποιησάμην, Isocr. 7, 1. 15; ähnl. τῆς βουλῆς τῆς ἐν Ἀρείῳ πάγῳ πρόσοδον ποιο υμένης πρὸς τὸν δῆμον, Aesch. 1, 81. – 2) der feierliche Zug zu einem Tempel unter Gesang und Flötenbegleitung, um Opfer od. Gebete zu verrichten; πρόσοδοι μακάρων ἱερώταται, Ar. Nubb. 307; προσόδοις καὶ θυσίαις τιμᾶν θεούς, Isocr. 5, 32; ἐπαιάνισαν καὶ ὠρχήσαντο ὥσπερ ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς προσόδοις, Xen. An. 5, 9, 11; τῷ θυσίας τοῖς θεοῖς καὶ προσόδους πεποιῆσθαι, Dem. 18, 86, wo der Zusatz ὡς ἀγαθῶν τούτων ὄντων zeigt, daß ein Dankfest gemeint ist; u. so noch Sp., wie Luc. sacrif. 1. – 3) Das Einkommen, die Einkünfte des Staates; φόρων πρόσοδος, Her. 3, 89; ἀπὸ τῶν μετάλλων, 6, 46; bes. im plur. bei den Att. häufig, Thuc. 2, 13 u. öfter; τῆς γενομένης ἐπ' ἐνιαυτὸν ἑκάστοτε προσόδου, Plat. Legg. XII, 955 e; – übh. Gewinn, Nutzen, διὰ τὸ τὴν πρόσοδον ἐκεῖθεν αὑτῷ πλείω γίγνεσθαι τῆς αὑτοῦ τέχνης, Legg. VIII, 846 e; προσόδου οὔσης κατ' ἐνιαυτόν, ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας οὐ μεῖον χιλίων ταλάντων, Xen. An. 7, 1, 27; Cyr. 8, 1, 13 u. öfter, wie Dem., τοῦ ἐργαστηρίου 27, 18, u. Folgde; Λαυρεωτική, Plut. Them. 4.
French (Bailly abrégé)
ου (ἡ) :
A. (πρός, vers);
I. accès, abord;
II. action d'aller vers, action de s'avancer, particul.
1 procession religieuse avec chants et musique;
2 action de se présenter devant l'assemblée pour parler ; discours dans l'assemblée;
3 fréquentation d'un maître;
4 avec idée d'hostilité attaque;
B. (πρός, outre) revenu (litt. les voies et moyens en surplus, càd en outre des ressources que procure le travail régulier) ; Πόροι ἢ περὶ Προσόδων, Ressources ou des Revenus, titre d'un ouvrage de Xénophon.
Étymologie: πρός, ὁδός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόσοδος -ου, ἡ [πρός, ὁδός] toegang, nadering:; ἡ πρόσοδος μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο het terrein was daar het best toegankelijk Hdt. 9.21.1; ἀπείπετο τὴν πρόσοδον zij wees de toenaderingspoging af Hdt. 1.205.1; ἐτήρουν τὴν πρόσοδον zij wachtten zijn komst af Thuc. 4.110.2; neg. aanval:; πρόσοδον ἐποιέετο hij deed een aanval Hdt. 7.223.1; spec. seksuele relatie. Hp. processie:. ἐν ταῖς πρὸς τοὺς θεοὺς προσόδοις in de processies voor de goden Xen. An. 6.1.11. inkomen, inkomsten:; πρόσοδος δέ μοι οὐκ ἔστιν inkomen heb ik niet Lys. 24.6; winst:; τὴν πρόσοδον ἐκεῖθεν αὑτῳ πλείω γίγνεσθαι dat daaruit voor hemzelf grotere winst voortkomt Plat. Lg. 847a; spec. belastinginkomsten, meestal plur.: τοῦ τὰς προσόδους μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ om zelf meer inkomsten te krijgen Thuc. 1.4; χρημάτων πρόσοδοι ἐκ... λιμένων opbrengsten van de havenbelasting Xen. Hell. 5.2.16.
Russian (Dvoretsky)
πρόσοδος: дор. πόθοδος ἡ
1 подступ, доступ (πρόσοδοι πρὸς τὸ χωρίον Xen.);
2 воен. атака, нападение: ἡ π. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο τῆ ἵππῳ Her. сюда конница больше всего устремляла свои атаки; πρόσοδοι τῆς μάχης Her. боевые стычки или эпизоды; πρόσοδον ποιεῖσθαι Her. идти на приступ, атаковать;
3 вход, допуск (πρὸς τὴν βουλήν Dem.);
4 подход, сближение: ἀπειπεῖν τὴν πρόσοδον Her. отказать в сближении, т. е. отклонить (брачное) предложение;
5 публичное выступление (πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.);
6 приход, посещение: ἅμα τῇ προσόδῳ Plut. в первое же посещение;
7 культ. торжественное шествие, религиозная процессия (θυσίαι καὶ πρόσοδοι καὶ εὐχαί Lys.);
8 доход, прибыль (τινος и ἔκ τινος Dem. или ἀπό τινος Her.): π. κατ᾽ ἐνιαυτὸν ἀπό τε τῶν ἐνδήμων καὶ ἐκ τῆς ὑπερορίας Xen. ежегодные поступления как из внутренних, так и из зарубежных источников; Πόροι ἢ περὶ προσόδων «Доходы или о поступлениях» (заглавие сочинения Ксенофонта).
English (Slater)
πρόσοδος avenue met. πλατεῖαι πάντοθεν λογίοισιν ἐντὶ πρόσοδοι νᾶσον εὐκλέα τάνδε κοσμεῖν (N. 6.45)
Greek Monolingual
η, ΝΑ, και δωρ. τ. πόθοδος και αρκαδ. τ. πόσοδος Α
εισόδημα, έσοδο που προέρχεται από κινητή ή ακίνητη περιουσία, πόρος (α. «τα κτήματα δεν του αποφέρουν επαρκή πρόσοδο» β. «ἄλλας τοίνυν ἔχει τριάκοντα μνᾱς, τοῦ δικαστηρίου λαβὼν τὴν πρόσοδον», Δημοσθ.)
νεοελλ.
1. (οικον.) περιοδικό εισόδημα που προσπορίζεται ένας ιδιοκτήτης δυνάμει του δικαιώματος ιδιοκτησίας του σε γη, κεφάλαιο ή άλλο αγαθό ή πλούτο με την παραχώρηση, έναντι πληρωμής, του δικαιώματος χρήσης τους σε άλλον
2. (νομ.) τα χρήματα ή άλλα αντικαταστατά πράγματα που προσπορίζεται ο δικαιούχος πράγματος ή δικαιώματος δυνάμει ορισμένης έννομης σχέσης, όπως είναι λ.χ. το μίσθωμα, οι τόκοι, τα μερίσματα κ.ά.
3. φρ. «έγγεια πρόσοδος»
(οικον.) πρόσοδος που προσπορίζονται, χωρίς εργασία, οι ιδιοκτήτες γης δυνάμει του δικαιώματος ιδιοκτησίας τους, πρόσοδος που έχει ως πηγή της το πλεόνασμα προϊόντος, ή υπερπροϊόντος, το οποίο προέρχεται από την εργασία τών καλλιεργητών της γης
β) «διαφορική πρόσοδος»
(οικον.) έγγεια πρόσοδος που συνδέεται με την ύπαρξη μονοπωλίου επί της γης ως αντικειμένου της οικονομίας και προέρχεται, πέρα από την κανονική πρόσοδο, από τη διαφορά γονιμότητας τών εδαφών και από τα πλεονεκτήματα που προκύπτουν λόγω της γειτνίασης τους με τα κέντρα κατανάλωσης και ανεφοδιασμού
γ) «ισόβια πρόσοδος»
(νομ.) η υποχρέωση παροχής χρημάτων ή άλλων αντικαταστατών πραγμάτων κατά περιοδικές δόσεις εφ' όρου ζωής του οφειλέτη ή τρίτου
μσν.-αρχ.
εκκλ. η έλευση του Χριστού στη γη
αρχ.
ο δρόμος διά του οποίου προσεγγίζει κανείς έναν τόπο, πρόσβαση («καὶ προελθόντες τινὲς αὐτῶν λάθρᾳ ὀλίγοι ἐτήρουν τὴν πρόσοδον», Θουκ.)
2. η προσέλευση προς κάποιον, το πλησίασμα
3. η παρουσίαση ή η προσέλευση κάποιου, ιδίως ρήτορα, ενώπιον δημόσιας ομήγυρης, αρχής ή της εκκλησίας του δήμου («πρόσοδον ποιήσασθαι τῷ δικαστηρίῳ», επιγρ.)
4. δημηγορία, λόγος προς τον λαό («περὶ σωτηρίας τὴν πρόσοδον ἐποιησάμην», Ισοκρ.)
5. προσέλευση μαθητή στον δάσκαλό του
6. πανυγηρική πομπή προς έναν ναό με άσματα, τραγούδια και μουσική
7. (με εχθρική σημ.) έφοδος, επίθεση
8. προσβολή κάποιου από ασθένεια
9. (γενικά) ωφέλεια
10. στον πληθ. οἱ πρόσοδοι
α) η είσοδος
β) σαρκική επαφή, συνουσία
γ) τα εισοδήματα της πολιτείας
11. φρ. α) «Πόροι ή περὶ προσόδων» — τίτλος έργου του Ξενοφώντος
β) «γράφομαι πρόσοδον» — ζητώ την άδεια προκειμένου να εμφανιστώ ενώπιον της εκκλησίας του δήμου
γ) «οἱ ἐπὶ τὰς προσόδους» — ανώτατοι αξιωματούχοι, συνήθως δικαστικοί, οι οποίοι είχαν την επιμέλεια της διεξαγωγής τών τελετουργικών πομπών, τών λιτανειών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + ὁδὸς (πρβλ. πάροδος). Ο τ. πόθοδος < πότ «προς» (βλ. ποτι) με τροπή του -τ- στο αντίστοιχο δασύ -θ- πριν από δασυνόμενη λ., ενώ ο τ. πόσοδος < πός, αρκαδ. τ. του ποτί].
Greek Monotonic
πρόσοδος: ἡ,
I. 1. μετάβαση ή προσέλευση, πλησίασμα, ἡ πρόσοδος μάλιστα ταύτῃ ἐγένετο, η έφοδος του ιππικού ήταν πιο εφικτή από αυτή τη μεριά, σε Ηρόδ.· ἀπείπατο τὴνπρόσοδον, απέρριψε τις προτάσεις του, στον ίδ.· πρόσοδος μελάθρων, η είσοδος, σε Ευρ.
2. εισβολή, πρόσοδοι τῆς μάχης, επιθέσεις ή έφοδοι, στον ίδ.
3. όπως το πομπή II, επίσημη πομπή σε ναό με τραγούδι και μουσική, σε Αριστοφ., Ξεν.
4. προσέλευση ή παρουσίαση ρήτορα σε δημόσια συνάθροιση, γράφεσθαι πρόσοδον, ζητώ τον λόγο, σε Δημ.· πρόσοδον ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον, σε Αισχίν.
II. 1. έσοδο, εισόδημα, αντίθ. προς το κεφάλαιο, σε Δημ.· συνήθως στον πληθ., σε Ρήτ.
2. λέγεται για τα δημόσια εισοδήματα, φόρων πρόσοδος, σε Ηρόδ.· χρημάτων πρόσοδος, σε Θουκ.· συνήθως στον πληθ., εισπράξεις, εισοδήματα, Λατ. reditus, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόσοδος: Δωρικ. πόθοδος, Συλλ. Ἐπιγ,. 1464, κ. ἀλλ., ἡ, τὸ προσέρχεσθαι, προσέλευσις, πλησίασις, Πινδ. Ν. 6. 78, Θουκ. 4. 110· ἡ πρ. μάλιστα ταύτῃ ἐγίνετο, ἡ ἔφοδος μάλιστα τοῦ ἱππικοῦ ἐγίνετο διὰ τοῦτου τοῦ μέρους, Ἡρόδ. 9. 21· ἀπείπατο τὴν πρ., ἀπέρριψε τὰς προτάσεις του, ὁ αὐτ. 1. 205· στυγναὶ πρ. μελάθρων, τὰ πρόθυρα, ἡ εἴσοδος, Εὐριπ. Ἄλκ. 861· πρόσοδοι χαλαπαὶ πρὸς τὸ χωρίον, ὁδοὶ δύσβατοι φέρουσαι πρὸς τὸ χωρίον, Ξεν. Ἀν. 5. 2, 3. 2) ἐπίθεσις, ἔφοδος, πρ. ποιεῖσθαι Ἡρόδ. 7. 223., 9. 101· πρόσοδοι τῆς μάχης, ἐπιθέσεις, προσβολαί, ἔφοδοι, ὁ αὐτ. 7. 212· αἱ πρ. αἱ πρὸς τοὺς πολεμίους Ξεν. Κυν. 12, 3. 3) ὡς τὸ πομπὴ ΙΙ, σεμνοπρεπὴς πομπὴ εἰς ναὸν μετ’ ᾀσμάτων καὶ μουσικῆς, πρ. μακάρων ἱερώταται Ἀριστοφ. Νεφ. 307, πρβλ. Εἰρ. 397· θυσίαι καὶ πρ. καὶ εὐχαὶ Λυσίας 106. 10· θεοῖς πρ. τε καὶ πομπὰς ποιεῖσθαι Πλάτ. Νόμ. 796C· αἱ πρὸς τοὺς θεοὺς πρ. Ξεν. Ἀν. 6. 1, 11, πρβλ. Δημ. 254. 16· καὶ ἴδε τὸ προηγούμ. 4) ἡ προσέλευσις ἢ παρουσίασις ῥήτορος ἐνώπιον δημοσίας ὁμηγύρεως ἢ ἐκκλησίας τοῦ λαοῦ, γράφομαι πρόσοδον, ζητῶ, αἰτοῦμαι τὸν λόγον, Δημ. 715. 25· πρ. ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Αἰσχίν. 11. 42, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. 124, 1845. 39., 2329· αἱ εἰς τὸν δῆμον πρ. Αἰσχίν. 35. 30· - ὡσαύτως, ὁμιλία πρὸς τὸν λαόν, λόγος Ἰσοκρ. 140Α. 5) σαρκικὴ ὁμιλία, συνουσία, Ἱππ. 1175Η, Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 2. 12. 6) ἡ φοίτησις μαθητοῦ πρὸς τὸν διδάσκαλον, Πλούτ. 2. 1044Α. 7) ἐπὶ προσβολῆς νόσου, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 2. ΙΙ. ὡς καὶ νῦν, ἔσοδον, εἰσόδημα, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ κεφάλαιον, πρόσοδον μὲν οὐδεμίαν, ἀπὸ δὲ τῶν ὑπαρχόντων Λυσί. 909 ἐν τέλ.· τοῦ ἐργοστασίου λαβεῖν τὴν πρ. Δημ. 819. 5· ἡ πρ. ἡ ἐκ τοῦ ἐργ. ὁ αὐτ. 820· ὡσαύτως ἐν τῷ πληθ., πρ. ἴδιαι ἀπὸ τῶν κοινῶν Ἀνδοκ. 30. 25, πρβλ. Λυσί. 168. 36, Αἰσχίν. 78. 32· καθόλου, κέρδος, Πλάτ. Νόμ. 846Ε. 2) τὰ δημόσια εἰσοδήματα, φόρων πρόσοδος ἡ ἐπέτειος Ἡρόδ. 3. 89· ἡ πρ. ἐγένετο ἔκ τε ἠπείρου καὶ ἀπὸ τῶν μετάλλων ὁ αὐτ. 6. 46· χρημάτων πρ. Θουκ. 2. 97., 3. 13· ἀλλὰ κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Λατ. reditus, proventus, ἀπὸ τούτου τοῦ [κλήρου] τὰς πρ. ποιήσασθαι Ἡρόδ. 2. 109· τοῦ τὰς πρ. μᾶλλον ἰέναι αὐτῷ, ἵνα ἔρχωνται μᾶλλον εἰς αὐτὸν τὰ εἰσοδήματα, Θουκ. 1. 4· τὰς πρ. ἀφαιρεῖν ὁ αὐτ. 1. 81· αἱ πρ. ἀπώλλυντο ὁ αὐτ. 7. 28· αἱ πρ. αἱ ἐξ Ἀμφιπόλεως γιγνόμεναι Ἰσόκρ. 83Β· χρημάτων πρ. ἐκ πολλῶν μὲν λιμένων ἐκ πολλῶν δὲ ἐμπορίων Ξεν. Ἑλλ. 5. 2. 16· ὑποτιθέναι τινὶ τὰς δημοσίας πρ., θέτω εἰς ἐγγύησιν, ὑποθηκεύω, Αἰσχίν. 68. 25· - ὁ Ξεν. ἔγραψε πραγματείαν φέρουσαν τὴν ἐπιγραφὴν πόροι ἢ περὶ προσόδων· - πρβλ. πρόσειμι ΙΙΙ, προσέρχομαι ΙΙ.
Middle Liddell
πρόσ-οδος, ἡ,
I. a going or coming to, an approach, ἡ πρ. μάλιστα ταύτῃ ἐγένετο the approach was most feasible on this part, Hdt.; ἀπείπατο τὴν πρ. rejected his advances, Hdt.; πρ. μελάθρων approach to the halls, Eur.
2. an onset, πρόσοδοι τῆς μάχης onsets or attacks, Eur.
3. like πομπή II, a solemn procession to a temple with singing and music, Ar., Xen.
4. the coming forward of a speaker in a public assembly, γράφεσθαι πρόσοδον to petition for a hearing, Dem.; πρ. ποιεῖσθαι πρὸς τὸν δῆμον Aeschin.
II. income, rent, as opp. to principal, Dem.; often in plural, Oratt.
2. of the public revenue, φόρων πρόσοδος Hdt.; χρημάτων πρ. Thuc.; mostly in plural the returns, revenue, Lat. reditus, Hdt., Thuc., etc.
English (Woodhouse)
access, approach, income, revenue, means of approach, receipts
Lexicon Thucydideum
appropinquatio, approaching, drawing near, 4.110.2,
congressus, encounter, meeting, 5.70.1,
reditus, return, 1.4.1. 1.13.1, 1.13.5. 1.15.1, 1.81.4, 1.122.1. 2.13.2. 2.13.3. 2.97.5. 3.13.6, 3.31.1. 3.39.3. 3.46.3. 4.108.1. 6.90.4, 6.91.7. 6.91.77.28.4.
Translations
approach
Arabic: اِقْتِرَاب, مُقَارَبَة; Belarusian: набліжэ́нне, прыбліжэ́нне; Bulgarian: приближаване; Catalan: apropament, aproximació; Chinese Mandarin: 接近; Czech: přiblížení; Dutch: aantocht, benadering, komst; Esperanto: alproksimiĝo, proksimiĝo; Finnish: lähestyminen; French: approche; German: Annäherung; Greek: προσέγγιση; Ancient Greek: ἔφοδος, πρόσοδος, πόσοδος, πόθοδος; Irish: ionsaí; Italian: approccio, avvicinamento, contatto; Japanese: アプローチ, 接近; Korean: 접근; Latin: accessus; Macedonian: приближување; Norwegian: tilstundelse; Bokmål: tilnærmelse, tilnærming; Nynorsk: tilnærming; Polish: nadejście, podejście, zbliżenie; Portuguese: aproximação; Russian: приближение; Slovak: priblíženie, približovanie; Slovene: bližanje, približevanje; Spanish: acercamiento, aproximación, llegada; Ukrainian: наближення
arrival
Afrikaans: aankoms; Albanian: arritje; Arabic: وُصُول, وِفَادَة; Egyptian Arabic: وصول; Armenian: ժամանում, գալուստ; Azerbaijani: gəliş; Belarusian: прыбыццё, прыезд, прыход, прылёт; Bengali: আগমন; Bulgarian: пристигане; Burmese: ဆိုက်ရောက်, ရောက်လာခြင်း; Catalan: arribada; Chinese Mandarin: 到達/到达, 到來/到来, 抵達/抵达; Czech: příchod, příjezd, přílet; Danish: ankomst; Dutch: komst, aankomst; Esperanto: alveno; Estonian: saabumine; Finnish: saapuminen; French: arrivée; Galician: chegada, vida; Georgian: ჩამოსვლა, ჩამოფრენა; German: Ankunft; Gothic: 𐌵𐌿𐌼𐍃; Greek: άφιξη; Ancient Greek: ἄπιξις, ἄφιξις, βλῶσις, εἰσέλευσις, ἔλευσις, ἐπείσοδος, ἐπέλευσις, ἐπιδημία, ἐπιφοίτησις, ἐσηλυσίη, ἤλυσις, ἧξις, ἵξις, κάθιξις, παράστασις, παρουσία, περικατάληψις, πόθοδος, πόσοδος, πρόσοδος; Hebrew: הַגָּעָה; Hindi: आगमन; Hungarian: érkezés; Icelandic: koma; Indonesian: kedatangan; Ingrian: tulo, tulekki; Italian: arrivo; Japanese: 到着; Khmer: ដំណល់; Korean: 도착(到着); Kurdish Northern Kurdish: hatin, gihiştin; Latin: perventio, adventum, adventus; Lithuanian: gimimas; Macedonian: пристигнување; Malay: kedatangan, ketibaan; Maori: taenga, taetaenga, haramaitanga; Norwegian Bokmål: ankomst; Nynorsk: framkome, tilkomst, framkomst; Ottoman Turkish: ادراك; Persian: ورود; Plautdietsch: Aunkunft; Polish: przybycie, przyjazd, przyjście, przylot; Portuguese: chegada, vinda; Romanian: venire, sosire, ajungere; Russian: прибытие, приезд, приход, прилёт; Sanskrit: आगमन; Slovak: príchod, príjazd, prílet; Slovene: prihod; Spanish: llegada, venida, arribo, arribada; Swahili: ujaji; Swedish: ankomst; Tagalog: dating; Taos: kwònéne; Telugu: ఆగమనము; Thai: การมาถึง; Ukrainian: прибуття, приї́зд, прихі́д, прилі́т; Urdu: آمد; Uzbek: yetib kelish, kelish; Vietnamese: sự đến; Welsh: dyfodiad
sexual intercourse
Afrikaans: seksuele omgang; Albanian: marrëdhënie seksuale; Arabic: جِمَاع, مُجَامَعَة, مُضَاجَعَة; Armenian: սեռական հարաբերություն; Azerbaijani: cinsi əlaqə; Belarusian: палавыя зносіны, сукупленне, палавы акт, плоцевы акт; Bengali: যৌনসঙ্গম; Breton: darempredoù revel; Bulgarian: съвокупление, полово сношение; Burmese: သံဝါသ; Catalan: relació sexual; Chinese Cantonese: 性交; Mandarin: 性交, 房事, 交合; Czech: pohlavní styk, soulož; Danish: samleje; Dutch: geslachtsgemeenschap, sexuele betrekkingen, seksueel verkeer; Esperanto: amoro; Estonian: suguühe; Faroese: samlega; Finnish: yhdyntä, seksuaalinen kanssakäyminen; parittelu; French: coït, rapport sexuel, relation sexuelle, union charnelle, union sexuelle; Georgian: სქესობრივი კავშირი, სექსი, კოიტუსი, სქესობრივი აქტი; German: Geschlechtsverkehr, Koitus; Gothic: 𐌲𐌰𐌻𐌹𐌲𐍂𐌹; Greek: συνουσία, ερωτική επαφή, ζευγάρωμα; Ancient Greek: ἀφροδίσια, ἀφροδισιασμός, βίνημα, βῖνος, γαμική ὁμιλία, γάμος, διφυής Ἔρως, ἔντευξις, ἐπιπλοκή, ζώνη, κοινωνία, κωβήλη, μίξις, μῖξις, μιξοιφία, ξύμμιξις, ξυνήθεια, ξύνοδος, ξυνουσία, ὁμιλία, ὁμιλίη, πλησιασμός, πόθοδος, πόσοδος, πρᾶξις ἡ γεννητική, πρόσοδος, σπλέκωμα, συγκαθεύδησις, σύμμειξις, συμμιξία, σύμμιξις, συμπλοκή, συνέλευσις, συνήθεια, σύνοδος, συνουσία, συνουσίασμα, συνουσιασμός, συνουσίη; Gujarati: સંભોગ; Hebrew: יַחֲסֵי מִין, הזדווגות \ הִזְדַּוְּגוּת; Hindi: संभोग, सहवास, सम्भोग; Hungarian: nemi közösülés, közösülés; Icelandic: kynmök, mök, samfarir; Ido: koito; Indonesian: hubungan seksual; Irish: comhriachtain, caidreamh collaí, bualadh craicinn, déanamh craicinn; Italian: rapporto sessuale, coito; Japanese: 性交; Kannada: ಸಂಭೋಗ; Kazakh: жыныстық акт, жыныстық қатынас; Khmer: ការរួមភេទ, រតិកម្ម; Korean: 성교(性交); Kurdish Northern Kurdish: guhnelî, perîn, têkiliyên zayendî, gan; Kyrgyz: жакындашуу, жыныстык жакындашуу; Lao: ການນອນນຳກັນ, ການຮ່ວມເພດ; Latin: coitus; Latvian: dzimumakts; Lithuanian: lytinis aktas, sueitis; Macedonian: полов однос, сексуален однос; Malagasy: firaisana ara-nofo, firaisana; Malay: persetubuhan; Malayalam: ലൈംഗികബന്ധം; Marathi: संभोग; Mongolian Cyrillic: хурьцал; Mongolian: ᠬᠤᠷᠢᠴᠠᠯ; Norwegian Bokmål: kjønnslig omgang, samleie; Old English: hǣmed, leġertēam, wīfġemāna; Oromo: gaana; Pashto: غو or; Persian: آمیزش, آمیزش جنسی, جماع; Polish: stosunek płciowy; Portuguese: relação sexual; Romanian: relație sexuală, futut, contact sexual; Russian: половое сношение, сношение, половой акт, совокупление, половой акт; Scots: conjugalitie; Serbo-Croatian Cyrillic: сексуални однос, сполни однос, сно̏ша̄ј; Roman: seksualni odnos, spolni odnos, snȍšāj; Sinhalese: ලිංගික සංසර්ගය; Slovak: pohlavný styk, súlož; Slovene: spolni odnos, spolno občevanje; Spanish: coito, relación sexual, cópula; Swedish: samlag; Tagalog: sariing talamitan, pagtatalik; Tajik: ҷамъкунӣ, яккунӣ, ҷамъшавӣ, якшавӣ, ҷимоъ; Tamil: பாலுறவு; Tatar: җенси якынлык, җенси мөнәсәбәт; Telugu: సంభోగము; Thai: การร่วมประเวณี, การร่วมเพศ, เพศสัมพันธ์; Turkish: cinsel ilişki, çiftleşmek, çiftleşme; Turkmen: jynsy gatnaşyk; Ukrainian: статеві зносини, злягання, статевий акт; Urdu: جماع; Uzbek: jinsiy aloqa, qovushish, qoʻshilish; Vietnamese: giao cấu, giao hợp, giao phối, tính giao