προσαλείφω
English (LSJ)
A rub or smear upon, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Od.10.392.
II besmear, τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plu.2.559f:—Pass., ib. 911e.
German (Pape)
[Seite 748] daran streichen, schmieren; τινί τι, Od. 10, 392; Plut. S. N. V. 16.
French (Bailly abrégé)
enduire, acc. ; τινί τι appliquer un enduit, un onguent sur qqn.
Étymologie: πρός, ἀλείφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-αλείφω insmeren.
Russian (Dvoretsky)
προσᾰλείφω: смазывать, натирать (φάρμακόν τινι Hom.; τὰ ἄκρα τῶν κεράτων Plut.).
Greek Monolingual
Greek Monotonic
προσᾰλείφω: μέλ. -ψω, τρίβω ή αλείφω πάνω σε, τί τινι, σε Ομήρ. Οδ.
Greek (Liddell-Scott)
προσᾰλείφω: ἐπαλείφω, ἑκάστῳ φάρμακον ἄλλο Ὀδ. Κ. 392. ΙΙ. ἀλείφω, χρίω, τὰ κέρατα Πλούτ. 2. 559F. ― Παθ., αὐτόθι 911D.