ἐπαλείφω

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπαλείφω Medium diacritics: ἐπαλείφω Low diacritics: επαλείφω Capitals: ΕΠΑΛΕΙΦΩ
Transliteration A: epaleíphō Transliteration B: epaleiphō Transliteration C: epaleifo Beta Code: e)palei/fw

English (LSJ)

A smear over, ἐπὶ δ' οὔατ' ἀλεῖψαι ἑταίρων Od.12.47; ἐπ' οὔατα πᾶσιν ἄλειψα ib.177; κηρὸν.. ὅν σφιν ἐπ' ὠσὶν ἄλειψ' ib. 200; ὁπόταν.. λεαίνῃ ἐπαλείφουσα τὰ τραχυνθέντα Pl.Ti.66c; ἐ. χρόαν ἐτέραν ἐφ' ἑτέραν Arist.Sens.440a9: prov., τοὺς τοίχους τοὺς δύο ἐ. 'run with the hare and hunt with the hounds', Paus.6.3.15:—Pass., τὸ ἐπαλειφθέν Pl.Ly.217c; ἐπαλήλιπται ὁ κύτταρος Arist.HA555a6; χρυσὸς ἐπαληλιμμένος J.AJ17.10.2.
2 metaph., from anointing athletes, prepare for contest, stir up, irritate, τινὰ ἐπί τινα Plb.2.51.2; ἐ. τινάς τινι set them upon him, D.L.2.38; μέθυσμα ἐ. θυμούς Ph.1.680; so perhaps in physical sense, irritate, Hp.Mul.1.99, Epid.5.20.

German (Pape)

[Seite 897] (s. ἀλείφω), darauf-, zuschmieren, -streichen; ἐπ' οὔατα πᾶσιν ἄλειψα Od. 12, 47; Hippocr.; bestreichen, salben, Plat. Lys. 217 c Tim. 66 c u. Sp. Übertr., anreizen (von Reizsalbe, Medic.), aufhetzen, τινὰ ἐπί τινα, Pol. 2, 51, 2; ausrüsten; vgl. das simplex.

French (Bailly abrégé)

1 appliquer un enduit, enduire ; particul. oindre pour la lutte;
2 exciter ou irriter par une friction.
Étymologie: ἐπί, ἀλείφω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπᾰλείφω:
1 намазывать, покрывать слизью (τὰ τραχυνθέντα, sc. τῆς γλώσσης Plat.; χρόαν Arst.);
2 покрывать краской, окрашивать: τὸ ἐπαλειφθέν Plat. окрашенное;
3 замазывать (οὔατά τινι, sc. κηρῷ Hom. - in tmesi);
4 досл. умащивать (для состязания), перен. возбуждать, подстрекать (τινὰ ἐπί τινα Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπᾰλείφω: μέλλ. -ψω, ἐπιχρίω, ἐπὶ δ’ οὔατ’ ἀλεῖψαι ἑταίρων Ὀδ. Μ. 47· ἑξείης δ’ ἑτάροισιν ἐπ’ οὔατα πᾶσιν ἄλειψα αὐτόθι 177· κηρόν..., ὅν σφιν ἐπ’ ὠσὶν ἄλειψ’ αὐτόθι 200· ὁπόταν... λειαίνῃ ἐπαλείψουσα τὰ τραχυνθέντα, ἐπιχρίουσα, Πλάτ. Τίμ. 66C· ἐπ. χρόαν ἑτέραν ἐφ’ ἑτέραν Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3, 13· ἐπ. τοὺς τοίχους, ἐπιχρίειν, Παυσ. 6. 3, 15. ― Παθ., τὸ ἐπαλειφθὲν Πλάτ. Λύσ. 217C· ἐπαλίληπται ὁ κύτταρος Ἀριστ. π. τὰ Ζ Ἱστ. 5. 23, 3. 2) μεταφ., ἐκ τῆς συνηθείας τῶν ἀθλητῶν νὰ ἀλείφωνται, παρασκευάζω πρὸς μάχην, διεγείρω, Πολύβ. 2. 51, 2, πρβλ. Ἱππ. 1147Ε· ἐπ. τινάς τινι, διεγείρειν αὐτοὺς ἐναντίον τινός, Διογ. Λ. 2. 38.

Greek Monolingual

(AM ἐπαλείφω, Μ και έφαλείφω)
αλείφω, επιχρίω, καλύπτω μια επιφάνεια με λιπαρή κυρίως ουσία
μσν.
«δώροις ἐφαλείφω» — γεμίζω κάποιον με δώρα
αρχ.
1. μτφ. προπαρασκευάζω, προαλείφω
2. παρακινώ, παροξύνω κάποιον
3. (για μέθη) εξάπτω, ερεθίζω
4. χρωματίζω με μεταλλική βαφή τα σιδερένια ύφαλα του πλοίου
5. «τοὺς τοίχους τους δύο ἐπαλείφω» (παροιμ. στον Παυσ.)
κολακεύω και τα δύο μέρη, περιποιούμαι και τον ένα και τον ἄλλο, είμαι διπλοπρόσωπος.

Greek Monotonic

ἐπᾰλείφω: μέλ. -ψω, αλείφω, κλείνω τρύπα, καλύπτω ρωγμή με γύψο, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

fut. ψω
to smear over, plaster up, Od.