προσανακαίω

English (LSJ)

kindle besides, Ph.1.428.

Greek (Liddell-Scott)

προσανακαίω: μέλλ. -καύσω, ἀνακαίω, ἀναφλέγω προσέτι, Φίλων 1. 428.

Greek Monolingual

Α άνακαίω
αναφλέγω κάτι επί πλέον.