καύσω

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515

French (Bailly abrégé)

v. καίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καύσω fut. van κάω.

Russian (Dvoretsky)

καύσω: fut. к καίω.

Greek (Liddell-Scott)

καύσω: μέλλ. τοῦ καίω.

Greek Monotonic

καύσω: μέλ. του καίω.