Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut
v. καίω.
καύσω fut. van κάω.
καύσω: fut. к καίω.
καύσω: μέλλ. τοῦ καίω.
καύσω: μέλ. του καίω.