προσεισφέρω

English (LSJ)

A contribute besides, Herm.Hist.2; τὰς οὐσίας ὅλας Ph.2.596; ἄλλα τοῖς λόγοις Longin.15.9:—Med. in same sense, IG12 (3).325.49 (Thera, ii A.D.).
II propose in addition for election, ib.5 (1).1390.126 (Andania, i B.C., ποτ-).

German (Pape)

[Seite 758] (s. φέρω), dazu od. zu Einem hereintragen, hereinbringen, mitbringen, Plut. Arat. 19 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσεισφέρω: συνεισφέρω προσέτι, Ἀθήν. 149F, Λογγῖν. 15.

Greek Monolingual

Α
1. προσφέρω επιπροσθέτως, συνεισφέρω («οὐδὲ τοῖς σιτουμένοις ἐν πρυτανείῳ ἔξωθεν προσεισφέρειν τι βρώσιμον ἔξεστι», Ερμεί)
2. προτείνω επί πλέον για εκλογή.