εκλογή Search Google

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296

Greek Monolingual

η (AM ἐκλογή)
1. επιλογή, διάλεγμα
2. η πρόκριση ενός ατόμου με ψηφοφορία για να καταλάβει αξίωμα
3. συλλογή εκλεκτών αποσπασμάτων πεζών ή ποιητικών («εκλογές από τα τραγούδια του ελληνικού λαού»)
νεοελλ.
1. στον πληθ. οι εκλογές
η καθορισμένη μέρα κατά την οποία οι πολίτες ασκούν το νόμιμο δικαίωμά τους για την ανάδειξη κοινοβουλευτικών αντιπροσώπων ή τών δημοτικών και κοινοτικών αρχών
2. ποιμενικό δράμα
αρχ.-μσν.
1. (για πρόσ.) ό,τι το εκλεκτό, η εκλεκτή ποιότητα
2. στρατολογία
αρχ.
1. είσπραξη φορολογίας, εισφοράς
2. ισολογισμός.